- υηνεία
- ἡ, Μὑηνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑηνεία — ὑηνείᾱ , ὑηνεία fem nom/voc/acc dual ὑηνείᾱ , ὑηνεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑηνείᾳ — ὑηνείᾱͅ , ὑηνεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑηνείας — ὑηνείᾱς , ὑηνεία fem acc pl ὑηνείᾱς , ὑηνεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑηνείαν — ὑηνείᾱν , ὑηνεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υηνία — ἡ, ΜΑ, και ὑηνεία Μ, και δωρ. τ. ὑανία και συανία και συηνία, Α κτηνώδης συμπεριφορά που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας 2. αποκτήνωση λόγω μέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος. Οι τ. με αρκτικό σ αναλογικά προς τον τ. σῦς*… … Dictionary of Greek